χαμαίβατος

χαμαίβατος
χᾰμαί-βᾰτος, ,
A blackberry, Rubus ulmifolius, Thphr.HP3.18.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαμαίβατος — ἡ, Α ακανθώδης θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + βάτος] …   Dictionary of Greek

  • χαμαίβατον — χαμαίβατος blackberry fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιβάτια — η, Ν βοτ. αειθαλές διακοσμητικό φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chamaebatia < χαμαίβατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”